παταγώδης

παταγώδης
-ες
αυτός που προκαλεί πάταγο («παταγώδης αποτυχία»).
επίρρ...
παταγωδώς
με πάταγο, θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάταγος. Το επίρρ. παταγωδώς μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις, ενώ το επίθ. παταγώδης από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παταγώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προκαλεί πάταγο, ο εντυπωσιακός: Παταγώδης αποτυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] …   Dictionary of Greek

  • κτυπώδης — κτυπώδης, ῶδες (Α) [κτύπος] θορυβώδης, παταγώδης …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοψόφητος — μεγαλοψόφητος, ον (Α) 1. (για τα κύματα που παφλάζουν) αυτός που ηχεί δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί δυνατά, μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ψόφητος (< ψοφῶ «προκαλώ θόρυβο»), πρβλ. α ψόφητος] …   Dictionary of Greek

  • φιάσκο — το, Ν παταγώδης αποτυχία ή πάθημα, που προκαλεί τον χλευασμό τών άλλων («έπαθε μεγάλο φιάσκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiasco «μπουκάλι» με μτφ. σημ. «αποτυχία», λ. γερμ. προέλευσης (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flaska «μπουκάλι»)] …   Dictionary of Greek

  • Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • βρόντος — ο 1.ο ήχος της βροντής, το μπουμπουνητό. 2. ισχυρός, παταγώδης κρότος που παράγεται από πτώση: Ακούστηκε μεγάλος βρόντος όταν έπεσε από τη σκάλα. 3. φρ., «στο βρόντο», στα χαμένα, άσκοπα, ανώφελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούσκεμα — το, ατος 1. το βρέξιμο, το πότισμα με νερό: Το μούσκεμα των ρούχων. 2. ο πολύ βρεγμένος: Έπεσε στη λίμνη κι έγινε μούσκεμα. 3. μτφ., παταγώδης αποτυχία: Τα ’κανε μούσκεμα στις προφορικές εξετάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”